- απίδι
- το (Μ ἀπίδιον)αχλάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. ουσ. άπιον «αχλάδι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απίδι — το ιού, ο καρπός της απιδιάς, αλλιώς αχλάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀπίδι — Ἀπίς fem dat sg Ἀ̱πίδι , ἄπιος 2 far away fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄπιδι — Ἄ̱πιδι , Ἆπις masc dat sg Ἀπις Apis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έξω Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, ΒΑ του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
άπιον — ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α) 1. απίδι, αχλάδι 2. απιδιά, αχλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α και θ. *piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του… … Dictionary of Greek
αλευράπιδο — το είδος απιδιού που διαλύεται στο στόμα σαν αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + απίδι] … Dictionary of Greek
απιδιά — η (Μ ἀπιδέα) [απίδι] η αχλαδιά … Dictionary of Greek
δροσάπιδο — το (Μ δροσάπιδον) δροσερό, μεγάλο απίδι … Dictionary of Greek
μυράπιον — μυράπιον, τὸ (Α) είδος μυρωδάτου απιδιού, μοσχάπιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄπιον «απίδι, αχλάδι»] … Dictionary of Greek